ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΟΚ! «Αν ήθελα να σκοτώσω τον Καλλίτση μπορούσα να το κάνω εύκολα»

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Με απόλυτη φυσικότητα παραδέχθηκε την απόπειρα ληστείας σε βάρος του γνωστού κομμωτή Πάνου Καλλίτση ο 42χρονος ποινικός Παντελής.

Κατά την απολογία του στις δικαστικές αρχές, αρνήθηκε την απόπειρα ανθρωποκτονίας και δήλωσε ότι εάν ήθελε να σκοτώσει τον Π. Καλλίτση και τη σύζυγό του, θα μπορούσε απλά να το είχε κάνει. «Αν είχα σκοπό να τον σκοτώσω, είχα το χρονικό περιθώριο και την άνεση να το κάνω νωρίτερα ή αργότερα φεύγοντας», ισχυρίστηκε ο 42χρονος κατηγορούμενος, ο οποίος μάλιστα είχε βγει με τακτική άδεια 9 ημερών από τις φυλακές Μαλανδρίνου, όπου κρατούνταν για τη ληστεία χρηματαποστολής των ΕΛ.ΤΑ., με λεία 3 εκατ. ευρώ. 

Μέσα από το κελί οργάνωσε το σχέδιο με τους συνεργούς του, έπειτα από πληροφορία του 29χρονου ειδικού φρουρού, σύμφωνα με την οποία ο Π. Καλλίτσης «μεταφέρει πολλά χρήματα στο αυτοκίνητό του συνέχεια, από 200.000 έως 400.000 ευρώ». Υποτίθεται ότι η πληροφορία είχε περιέλθει σε γνώση του έπειτα από έλεγχο που είχαν διενεργήσει συνάδελφοί του στο αυτοκίνητου του γνωστού κομμωτή.

«Εγώ με την απειλή του όπλου θα κρατούσα τον κύριο Καλλίτση και τη σύζυγό του σε μία άκρη και ο άλλος θα έψαχνε το αυτοκίνητό για να βρει τα χρήματα που θα ήταν κρυμμένα σε διάφορα σημεία του αυτοκινήτου, όπως τα είχαν βρει συνάδελφοί του (σ.σ. εννοεί τον ειδικό φρουρό) σ' έναν τυχαίο έλεγχο», κατέθεσε ο 42χρονος.

Μέσα από τη δικογραφία που σχημάτισε η Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας, η οποία είναι σε γνώση του «Εθνους της Κυριακής», προκύπτει ότι οι δράστες είχαν υποτιμήσει τον Π. Καλλίτση.

Θεωρούσαν ότι λόγω του επαγγέλματός του, ως κομμωτής, θα ήταν εύκολος στόχος, που μπροστά στην εικόνα του όπλου θα τα 'χανε.

Αιφνιδιάστηκε

«Πίστευα ότι είναι άνθρωποι ήπιων τόνων και δεν θα προέβαλλαν κάποια αντίσταση.Δεν περίμενα την αντίδρασή τους και αυτήν την εξέλιξη. Ο Παναγιώτης Καλλίτσης ήρθε πάνω μου και προσπάθησε να μου πάρει το όπλο, παλέψαμε και πάνω στη συμπλοκή το όπλο εκπυρσοκρότησε. Δεν πυροβόλησα επίτηδες, δεν κατάλαβα καν πώς έγινε ο πυροβολισμός και δεν κατάλαβα ότι χτυπήθηκε στο στήθος. Φεύγοντας πυροβόλησα στα πόδια, ακριβώς για να μην κινδυνεύσει η ζωή του, και μόνο για να σταματήσει η καταδίωξη και να διαφύγουμε»,υποστήριξε ο Παντελής που μαζί με τον 29χρονο ειδικό φρουρό και τον Ιρακινό Μοχάμεντ Σ. επιχείρησαν να ληστέψουν τον γνωστό κομμωτή.

Απολογούμενος, ο ειδικός φρουρός δήλωσε ότι έχει μετανιώσει για την εμπλοκή του στην υπόθεση και «για αυτό όταν τον συνέλαβαν οι συνάδελφοί του από το αεροδρόμιο, τους τα είπε όλα αμέσως, γιατί ήθελε να τα βγάλει από μέσα του». Ισχυρίζεται ότι το μόνο που του ζητήθηκε ήταν να παρακολουθήσει τι ώρα θα έφευγε από το μαγαζί το ζευγάρι, ενώ υποστήριξε ότι ο 42χρονος τον πίεσε να εμπλακεί στην υπόθεση, γιατί «ήταν ο μόνος που είχε για να τον βοηθήσει και έτσι τον έπεισε να το κάνει». Παραδέχεται και ο 29χρονος την απόπειρα ληστείας, αλλά δήλωσε πως πίστευε ότι δεν θα είχε όπλο ο συγκατηγορούμενός του, γιατί μόλις είχε βγει από άδεια από τις φυλακές.

Από την αστυνομική έρευνα προέκυψε ότι ο Π. Καλλίτσης έδωσε μεγάλη μάχη τη βραδιά της ληστείας, και παρόλο που δέχθηκε τρεις πυροβολισμούς, συνέχισε να κυνηγάει τους δράστες.

Σύμφωνα με τη δικογραφία, το βράδυ της 30ής Ιανουαρίου, ο κομμωτής επέστρεφε στο σπίτι του. Αφού μπήκε με το τζιπ στο γκαράζ του σπιτιού του, λίγο πριν κλείσει η γκαραζόπορτα, ο 42χρονος σύρθηκε στο έδαφος και μπήκε στον χώρο. Η αντίδραση του Π. Καλλίτση ήταν άμεση, άνοιξε την γκαραζόπορτα, κλείδωσε τις ασφάλειες του οχήματος και επιχείρησε να διαφύγει. Ακολούθησε μάχη με τρεις σφαίρες να πλήττουν τον κομμωτή, ενώ η σύζυγός του διέφυγε και βγήκε στο δρόμο να καλέσει σε βοήθεια. Αν και τραυματισμένος, ο Π. Καλλίτσης καταδίωξε τους δύο δράστες.

Οι αξιωματικοί της Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής κατάφεραν να εξιχνιάσουν την υπόθεση από τη σάρωση των τηλεφωνικών κεραιών της περιοχής, που υπέδειξαν ποιοι αριθμοί ήταν ενεργοί κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα.Η ανάλυση των κλήσεων «υπέδειξε» πλήθος «επιχειρησιακών» κινητών τηλεφώνων, δηλωμένα σε ανύπαρκτους αλλοδαπούς, γνωστά και ως «πακιστανικά». Δέκα τηλεφωνικοί αριθμοί ταυτοποιήθηκαν ότι ανήκαν στους τρεις κατηγορούμενους. Μάλιστα, στην πλειονότητά τους, προέκυψε ότι είχαν ενεργοποιηθεί μερικές ώρες πριν την επίθεση στον κομμωτή.

Το επιχειρησιακό κινητό του 29χρονου ειδικού φρουρού καταγράφεται στις 6.45 το απόγευμα να πραγματοποιεί κλήσεις μέσω των κεραιών «HALANDRI SIDERA 1» και «LEOFOROS KIFISSIAS 1&3». Βρίσκεται έξω από το κομμωτήριο του θύματος και παρακολουθεί τις κινήσεις. Επειτα, το στίγμα του εντοπίζεται να ακολουθεί την ίδια πορεία με το θύμα, φτάνοντας μέχρι το σπίτι του, ενώ πραγματοποιεί διαδοχικά κλήσεις προς τους συνεργούς του, ενημερώνοντας για τις κινήσεις του υποψήφιου θύματος.

Ξεγέλασε τους αστυνομικούς

Ο 42χρονος Παντελής το πρωί της ημέρας που έγινε η επίθεση στον κομμωτή, είχε βγει με άδεια από τις φυλακές και είχε ταξιδέψει στο Αίγιο, όπου είχε δηλώσει ότι θα διαμένει, προκειμένου να θεωρήσει την άδειά του στο οικείο αστυνομικό τμήμα.

Ξεγέλασε τους αστυνομικούς, δηλώνοντας ότι θα μένει στο σπίτι της μητέρας του, και μόλις βγήκε από το τμήμα, μπήκε στο αυτοκίνητό του και ταξίδεψε στην Αθήνα. Στις 6 το απόγευμα ήταν έξω από το σπίτι του Π. Καλλίτση, περιμένοντας μαζί με τον Ιρακινό Μοχάμεντ. Οπως παραδέχεται στην κατάθεσή του, ο 42χρονος δεν είχε ενημερώσει τον ειδικό φρουρό ότι θα φέρει μαζί του όπλο. «Η αλήθεια είναι ότι δεν του είχα πει τίποτα για όπλο, αλλά θεωρώ αυτονόητο ότι έτσι θα γίνει», είπε στον ανακριτή.

Μετά την επίθεση στον κομμωτή, ο 42χρονος επέστρεψε στη φυλακή για να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του, η οποία σε έξι μήνες τελείωνε.

Ο δικηγόρος του 29χρονου ειδικού φρουρού, Θάνος Πλεύρης, δήλωσε στο «Εθνος της Κυριακής» για την υπόθεση:«Ο εντολέας μου αποδέχεται τη συμμετοχή του μόνο στο κομμάτι που έχει να κάνει με την ενημέρωση για το πότε θα έφευγε το θύμα από τον χώρο εργασίας του. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία δεν είχε γνώση για την ύπαρξη όπλου ή χρήση βίας και δεν βρέθηκε στο σημείο που έγινε η αξιόποινη πράξη. Ζητά συγνώμη, έχει μετανιώσει, γνωρίζει ότι θα τιμωρηθεί, αλλά θέλει να τιμωρηθεί γι' αυτό το οποίο έκανε».